μπο(υ)γάζι

μπο(υ)γάζι
το
-ιού (λ. τουρκ.)
1. στενή θάλασσα ανάμεσα σε δύο στεριές, ο πορθμός: Το μπουγάζι του Βοσπόρου.
2. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά: Το μπουγάζι του Σαρανταπόρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”